θρόμβωση

θρόμβωση
Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το κυκλοφορικό σύστημα, επιβράδυνση της ροής του αίματος και μεταβολές της πηκτικότητας του αίματος. Στο σημείο όπου συντελείται μια αλλοίωση του αγγειακού ενδοθηλίου γίνεται συγκόλληση των αιμοπεταλίων και στη συνέχεια κατακρήμνιση ινικής, που με τη σειρά της προκαλεί τη συσσώρευση και άλλων αιμοπεταλίων. Έτσι σχηματίζεται μια στερεή μάζα, ο λευκός θρόμβος, που μπορεί να προκαλέσει την απόφραξη του αγγειακού αυλού. Στον λευκό θρόμβο, κυρίως εξαιτίας της επιβράδυνσης της ροής του αίματος, μπορεί να κολλήσει ένα μακρύ πήγμα, σχηματίζοντας, ως συνέχεια αυτού, από όλα τα στοιχεία του αίματος, τον ερυθρό θρόμβο· μπορεί να σχηματιστούν και μεικτοί θρόμβοι. H θ. στις φλέβες προκαλεί αποκλεισμό της αιματικής κυκλοφορίας στο τμήμα πάνω από την απόφραξη· ο θρόμβος, κυρίως ο ερυθρός θρόμβος, που δεν κολλά στα τοιχώματα του αγγείου, μπορεί να αποσπαστεί και να μπει στην κυκλοφορία προκαλώντας εμβολή διαφορετικής βαρύτητας της πνευμονικής αρτηρίας. H θρομβωτική απόφραξη μιας αρτηρίας, που είναι πιο σπάνια από τη φλεβική απόφραξη, προκαλεί διαταραχές στην αιμάτωση των τμημάτων που βρίσκονται κάτω από το σημείο της απόφραξης, με επακόλουθα που ποικίλλουν ανάλογα με το αντίστοιχο όργανο. Στην καρδιά οι θρόμβοι σχηματίζονται κυρίως στους κόλπους· από τη δεξιά καρδιά φεύγουν έμβολα προς τον πνεύμονα, από την αριστερή, αντίθετα, προς τη μεγάλη κυκλοφορία (εγκέφαλος, νεφρά, άκρα κ.ά.). H θ. των φλεβών συμβαίνει συνήθως στις φλέβες της λεκάνης και των κάτω άκρων, ως συνέπεια φλεβίτιδας, κιρσών, αιματικής στάσης κ.ά. Το πιο συχνό αίτιο αρτηριακής θ. είναι η αρτηριοσκλήρωση· το έμφραγμα του μυοκαρδίου, για παράδειγμα, συχνά οφείλεται σε αρτηριοσκληρωτική θ. των στεφανιαίων αρτηριών και πολλές παραλύσεις των άκρων (ημιπληγία) οφείλονται σε θ. των εγκεφαλικών αρτηριών.
* * *
η (Α θρόμβωσις) [θρομβούμαι]
το πήξιμο ενός υγρού σε θρόμβους
νεοελλ.
ο σχηματισμός θρόμβων στα αιμοφόρα αγγεία τού οργανισμού ή στο εσωτερικό τής καρδιάς εν ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρόμβωση — η 1. πήξη του αίματος σε θρόμβους: Θρόμβωση του αίματος. 2. γενικά πήξη σε μικρούς σβόλους: Θρόμβωση του γάλατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρομβοφλεβίτιδα εν των βάθει — Θρόμβωση του αίματος μέσα σε φλέβες που βρίσκονται βαθιά στο σώμα, συνήθως στα πόδια ή την πύελο. Μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να προκαλεί οίδημα και πόνο. Προκαλείται έπειτα από παρατεταμένη ακινησία, ως παρενέργεια αντισυλληπτικών χαπιών κ.ά …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • φλεβίτιδα — Φλεγμονή μιας φλέβας, που σχεδόν πάντα ακολουθείται από τον σχηματισμό ενός θρόμβου στον αυλό της, εξαιτίας προοδευτικής εναπόθεσης αιμοπεταλίων ινικής και εμμόρφων στοιχείων του αίματος στα τοιχώματα της φλέβας που έχουν αλλοιωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοθρόμβωση — η, Ν ιατρ. θρόμβωση φλέβας χωρίς σημαντικές αλλοιώσεις τού τοιχώματός της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebothrombosis (< φλέβα + θρόμβωση)] …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται …   Dictionary of Greek

  • αιμαλωπιάω — αἱμαλωπιάω (Α) [αἱμάλωψ] πάσχω από αιμάλωπα, θρόμβωση αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”